- προσδοκία
- ηαναμονή, ελπίδα, απαντοχή: Προσπαθώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των γονέων μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προσδοκία — προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc/acc dual προσδοκίᾱ , προσδοκία looking for fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίᾳ — προσδοκίαι , προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκία — η, ΝΜΑ [προσδοκῶ] 1. αναμονή κάτι καλού, ελπίδα, απαντοχή 2. φρ. «παρά [πάσαν] προσδοκίαν» αντίθετα με ό,τι θα περίμενε κανείς νεοελλ. φρ. «δικαίωμα προσδοκίας» (νομ.) αυτοτελές δικαίωμα προστασίας τού δικαιούχου μέλλοντος δικαιώματος, το οποίο… … Dictionary of Greek
προσδοκίας — προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem acc pl προσδοκίᾱς , προσδοκία looking for fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαι — προσδοκία looking for fem nom/voc pl προσδοκίᾱͅ , προσδοκία looking for fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαν — προσδοκίᾱν , προσδοκία looking for fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκιῶν — προσδοκία looking for fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίαις — προσδοκία looking for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίη — προσδοκία looking for fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκίην — προσδοκία looking for fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)